- σκόροδον
- σκόροδονgarlicneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκορόδοιο — σκόροδον garlic neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορόδοις — σκόροδον garlic neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορόδοισι — σκόροδον garlic neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορόδοισιν — σκόροδον garlic neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορόδου — σκόροδον garlic neut gen sg σκοροδόω pres imperat act 2nd sg σκοροδόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορόδων — σκόροδον garlic neut gen pl σκοροδόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σκοροδόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορόδῳ — σκόροδον garlic neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόροδα — σκόροδον garlic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… … Dictionary of Greek
скорода — I скорода I полевой дикий лук или чеснок , ряз., южн. (Даль), скорда чеснок , донск. (Миртов). Заимств. из греч. σκόροδον, σκόρδον чеснок , которое родственно алб. hurdhë – то же (Фасмер, Гр. сл. эт. 185; Мi. ЕW 303). II скорода II борона ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера